Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
View word page
διορθωτέον
one must correct

ShortDef

one must correct

Debugging

Headword:
διορθωτέον
Headword (normalized):
διορθωτέον
Headword (normalized/stripped):
διορθωτεον
IDX:
23207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23208
Key:

Data

{'content': 'one must correct'}