Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
View word page
διόρθωσις
a making straight, restoration, reform

ShortDef

a making straight, restoration, reform

Debugging

Headword:
διόρθωσις
Headword (normalized):
διόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
διορθωσις
IDX:
23206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23207
Key:

Data

{'content': 'a making straight, restoration, reform'}