Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
View word page
διόρθωμα
a making straight, amendment
ShortDef
a making straight, amendment
Debugging
Headword:
διόρθωμα
Headword (normalized):
διόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
διορθωμα
IDX:
23205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23206
Key:
Data
{'content': 'a making straight, amendment'}