Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
View word page
διορθρίζω
rise early
ShortDef
rise early
Debugging
Headword:
διορθρίζω
Headword (normalized):
διορθρίζω
Headword (normalized/stripped):
διορθριζω
IDX:
23204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23205
Key:
Data
{'content': 'rise early'}