Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
διόρισις
View word page
διορθεύω
to judge rightly

ShortDef

to judge rightly

Debugging

Headword:
διορθεύω
Headword (normalized):
διορθεύω
Headword (normalized/stripped):
διορθευω
IDX:
23202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23203
Key:

Data

{'content': 'to judge rightly'}