Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
διορίζω
View word page
διόργυιος
two fathoms long, high

ShortDef

two fathoms long, high

Debugging

Headword:
διόργυιος
Headword (normalized):
διόργυιος
Headword (normalized/stripped):
διοργυιος
IDX:
23201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23202
Key:

Data

{'content': 'two fathoms long, high'}