Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
διορθωτικός
View word page
διοργυιόομαι
stretch out the arms:

ShortDef

stretch out the arms:

Debugging

Headword:
διοργυιόομαι
Headword (normalized):
διοργυιόομαι
Headword (normalized/stripped):
διοργυιοομαι
IDX:
23200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23201
Key:

Data

{'content': 'stretch out the arms:'}