Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
διορθωτής
View word page
διοργίζομαι
to be very angry

ShortDef

to be very angry

Debugging

Headword:
διοργίζομαι
Headword (normalized):
διοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διοργιζομαι
IDX:
23199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23200
Key:

Data

{'content': 'to be very angry'}