Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
διορθωτέος
View word page
διοργάνωσις
formation, fashioning

ShortDef

formation, fashioning

Debugging

Headword:
διοργάνωσις
Headword (normalized):
διοργάνωσις
Headword (normalized/stripped):
διοργανωσις
IDX:
23198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23199
Key:

Data

{'content': 'formation, fashioning'}