Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέον
View word page
διοργανόομαι
to be provided with organs
ShortDef
to be provided with organs
Debugging
Headword:
διοργανόομαι
Headword (normalized):
διοργανόομαι
Headword (normalized/stripped):
διοργανοομαι
IDX:
23197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23198
Key:
Data
{'content': 'to be provided with organs'}