Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
View word page
διορατικός
clear-sighted

ShortDef

clear-sighted

Debugging

Headword:
διορατικός
Headword (normalized):
διορατικός
Headword (normalized/stripped):
διορατικος
IDX:
23194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23195
Key:

Data

{'content': 'clear-sighted'}