Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
View word page
διοπτρίτης
talc
ShortDef
talc
Debugging
Headword:
διοπτρίτης
Headword (normalized):
διοπτρίτης
Headword (normalized/stripped):
διοπτριτης
IDX:
23192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23193
Key:
Data
{'content': 'talc'}