Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
View word page
διόπτριον
small speculum
ShortDef
small speculum
Debugging
Headword:
διόπτριον
Headword (normalized):
διόπτριον
Headword (normalized/stripped):
διοπτριον
IDX:
23190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23191
Key:
Data
{'content': 'small speculum'}