Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
View word page
διοπτρικός
of, belonging to the use of the διόπτρα
ShortDef
of, belonging to the use of the διόπτρα
Debugging
Headword:
διοπτρικός
Headword (normalized):
διοπτρικός
Headword (normalized/stripped):
διοπτρικος
IDX:
23189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23190
Key:
Data
{'content': 'of, belonging to the use of the διόπτρα'}