Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
View word page
διόπτρα
an instrument for measuring heights, a Jacob's staff

ShortDef

an instrument for measuring heights, a Jacob's staff

Debugging

Headword:
διόπτρα
Headword (normalized):
διόπτρα
Headword (normalized/stripped):
διοπτρα
IDX:
23187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23188
Key:

Data

{'content': "an instrument for measuring heights, a Jacob's staff"}