Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
View word page
δίοπτος
transparent

ShortDef

transparent

Debugging

Headword:
δίοπτος
Headword (normalized):
δίοπτος
Headword (normalized/stripped):
διοπτος
IDX:
23186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23187
Key:

Data

{'content': 'transparent'}