Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διόπεμπτος
διοπετής
διοπεύω
διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
View word page
διοπτήρ
a spy, scout

ShortDef

a spy, scout

Debugging

Headword:
διοπτήρ
Headword (normalized):
διοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
διοπτηρ
IDX:
23183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23184
Key:

Data

{'content': 'a spy, scout'}