Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διόπαν
Διοπείθης
Διόπεμπτος
διοπετής
διοπεύω
διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
View word page
διόπτευσις
examination with the διόπτρα
ShortDef
examination with the διόπτρα
Debugging
Headword:
διόπτευσις
Headword (normalized):
διόπτευσις
Headword (normalized/stripped):
διοπτευσις
IDX:
23181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23182
Key:
Data
{'content': 'examination with the διόπτρα'}