Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διόνυσος
διόνυχος
Διόπαις
Διόπαν
Διοπείθης
Διόπεμπτος
διοπετής
διοπεύω
διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
View word page
δίοπος2
with two holes

ShortDef

a ruler, commander
with two holes

Debugging

Headword:
δίοπος2
Headword (normalized):
δίοπος
Headword (normalized/stripped):
διοπος2
IDX:
23178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23179
Key:

Data

{'content': 'with two holes'}