Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διονυσοπλάτων
Διόνυσος
διόνυχος
Διόπαις
Διόπαν
Διοπείθης
Διόπεμπτος
διοπετής
διοπεύω
διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
View word page
δίοπος
a ruler, commander

ShortDef

a ruler, commander
with two holes

Debugging

Headword:
δίοπος
Headword (normalized):
δίοπος
Headword (normalized/stripped):
διοπος
IDX:
23177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23178
Key:

Data

{'content': 'a ruler, commander'}