Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
Διόνυσος
διόνυχος
Διόπαις
Διόπαν
Διοπείθης
Διόπεμπτος
διοπετής
διοπεύω
διόπη
δίοπος
δίοπος2
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
View word page
διοπεύω
to be in charge of a ship

ShortDef

to be in charge of a ship

Debugging

Headword:
διοπεύω
Headword (normalized):
διοπεύω
Headword (normalized/stripped):
διοπευω
IDX:
23175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23176
Key:

Data

{'content': 'to be in charge of a ship'}