Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογητέος
διομολογία
Δῖον
διονομάζω
διόνυξ
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσόδωρος
Διονυσοκόλακες
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
View word page
Διονυσιακός
belonging to Dionysus

ShortDef

belonging to Dionysus

Debugging

Headword:
Διονυσιακός
Headword (normalized):
διονυσιακός
Headword (normalized/stripped):
διονυσιακος
IDX:
23157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23158
Key:

Data

{'content': 'belonging to Dionysus'}