Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογητέος
διομολογία
Δῖον
διονομάζω
διόνυξ
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσόδωρος
Διονυσοκόλακες
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
View word page
Διονυσιάζω
to keep the Dionysia

ShortDef

to keep the Dionysia

Debugging

Headword:
Διονυσιάζω
Headword (normalized):
διονυσιάζω
Headword (normalized/stripped):
διονυσιαζω
IDX:
23156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23157
Key:

Data

{'content': 'to keep the Dionysia'}