Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διομήδης
διομηνία
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογητέος
διομολογία
Δῖον
διονομάζω
διόνυξ
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσόδωρος
View word page
διόνυξ
double nail
ShortDef
double nail
Debugging
Headword:
διόνυξ
Headword (normalized):
διόνυξ
Headword (normalized/stripped):
διονυξ
IDX:
23153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23154
Key:
Data
{'content': 'double nail'}