Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διομβρέω
δίομβρος
Διομέδων
Διόμεια
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδειος
Διομήδη
Διομήδης
διομηνία
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογητέος
διομολογία
Δῖον
διονομάζω
διόνυξ
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
View word page
διόμνυμι
to swear solemnly, to declare on oath that . .
ShortDef
to swear solemnly, to declare on oath that . .
Debugging
Headword:
διόμνυμι
Headword (normalized):
διόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
διομνυμι
IDX:
23145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23146
Key:
Data
{'content': 'to swear solemnly, to declare on oath that . .'}