Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομέδων
Διόμεια
Διομειαλαζών
Διομήδεια
View word page
διόλου
altogether

ShortDef

altogether

Debugging

Headword:
διόλου
Headword (normalized):
διόλου
Headword (normalized/stripped):
διολου
IDX:
23130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23131
Key:

Data

{'content': 'altogether'}