Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομέδων
Διόμεια
Διομειαλαζών
View word page
διόλλυμι
to destroy utterly, bring to naught

ShortDef

to destroy utterly, bring to naught

Debugging

Headword:
διόλλυμι
Headword (normalized):
διόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
διολλυμι
IDX:
23129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23130
Key:

Data

{'content': 'to destroy utterly, bring to naught'}