Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
διομανής
διομβρέω
View word page
διοκωχή
a cessation
ShortDef
a cessation
Debugging
Headword:
διοκωχή
Headword (normalized):
διοκωχή
Headword (normalized/stripped):
διοκωχη
IDX:
23125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23126
Key:
Data
{'content': 'a cessation'}