Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοικοδόμησις
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
διομανής
View word page
διοκνέω
to be much afraid
ShortDef
to be much afraid
Debugging
Headword:
διοκνέω
Headword (normalized):
διοκνέω
Headword (normalized/stripped):
διοκνεω
IDX:
23124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23125
Key:
Data
{'content': 'to be much afraid'}