Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοικοδομέω
διοικοδομή
διοικοδόμησις
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
διομαλισμός
View word page
διοίχομαι
to be quite gone by

ShortDef

to be quite gone by

Debugging

Headword:
διοίχομαι
Headword (normalized):
διοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
διοιχομαι
IDX:
23122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23123
Key:

Data

{'content': 'to be quite gone by'}