Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοικισμός
διοικοδομέω
διοικοδομή
διοικοδόμησις
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
Διοκλῆς
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διομαλίζω
View word page
διοιχνέω
to go through

ShortDef

to go through

Debugging

Headword:
διοιχνέω
Headword (normalized):
διοιχνέω
Headword (normalized/stripped):
διοιχνεω
IDX:
23121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23122
Key:

Data

{'content': 'to go through'}