Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοικοδομή
διοικοδόμησις
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
View word page
διοικοδομέω
to build across, wall off

ShortDef

to build across, wall off

Debugging

Headword:
διοικοδομέω
Headword (normalized):
διοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
διοικοδομεω
IDX:
23112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23113
Key:

Data

{'content': 'to build across, wall off'}