Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοικοδομή
διοικοδόμησις
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοιστέος
View word page
διοικίζω
to cause to live apart

ShortDef

to cause to live apart

Debugging

Headword:
διοικίζω
Headword (normalized):
διοικίζω
Headword (normalized/stripped):
διοικιζω
IDX:
23109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23110
Key:

Data

{'content': 'to cause to live apart'}