Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
View word page
διοίδησις
swelling

ShortDef

swelling

Debugging

Headword:
διοίδησις
Headword (normalized):
διοίδησις
Headword (normalized/stripped):
διοιδησις
IDX:
23102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23103
Key:

Data

{'content': 'swelling'}