Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
View word page
διοιδής
swollen, turgid

ShortDef

swollen, turgid

Debugging

Headword:
διοιδής
Headword (normalized):
διοιδής
Headword (normalized/stripped):
διοιδης
IDX:
23101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23102
Key:

Data

{'content': 'swollen, turgid'}