Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱρέσιμος
αἱρεσιομάχος
αἵρεσις
αἱρεσιώτης
αἱρετέος
αἱρετής
αἱρετίζω
αἱρετικός
αἱρετίς
αἱρετιστής
αἱρετός
αἱρέω
αἱρησιτείχης
αἴρινος
αἰρολογέω
αἰρόπινον
ἄϊρος
αἴρω
αἰρώδης
αἶσα
Αἶσα
View word page
αἱρετός
that may be taken (αἱρέω); chosen, elected (αἱρέομαι)
ShortDef
that may be taken (αἱρέω); chosen, elected (αἱρέομαι)
Debugging
Headword:
αἱρετός
Headword (normalized):
αἱρετός
Headword (normalized/stripped):
αιρετος
IDX:
2309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2310
Key:
Data
{'content': 'that may be taken (αἱρέω); chosen, elected (αἱρέομαι)'}