Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
View word page
διοίγω
split open

ShortDef

split open

Debugging

Headword:
διοίγω
Headword (normalized):
διοίγω
Headword (normalized/stripped):
διοιγω
IDX:
23098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23099
Key:

Data

{'content': 'split open'}