Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
διοίκημα
View word page
δίοζος
with two knots
ShortDef
with two knots
Debugging
Headword:
δίοζος
Headword (normalized):
δίοζος
Headword (normalized/stripped):
διοζος
IDX:
23094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23095
Key:
Data
{'content': 'with two knots'}