Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοικέω
View word page
διοζόομαι
branch out

ShortDef

branch out

Debugging

Headword:
διοζόομαι
Headword (normalized):
διοζόομαι
Headword (normalized/stripped):
διοζοομαι
IDX:
23093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23094
Key:

Data

{'content': 'branch out'}