Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
διοίγω
δίοιδα
View word page
δίοδος
a way through, thoroughfare, passage
ShortDef
a way through, thoroughfare, passage
Debugging
Headword:
δίοδος
Headword (normalized):
δίοδος
Headword (normalized/stripped):
διοδος
IDX:
23089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23090
Key:
Data
{'content': 'a way through, thoroughfare, passage'}