Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διογενής
διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
Δῖοι
διοίγνυμι
View word page
διόδιον
passage through

ShortDef

passage through

Debugging

Headword:
διόδιον
Headword (normalized):
διόδιον
Headword (normalized/stripped):
διοδιον
IDX:
23087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23088
Key:

Data

{'content': 'passage through'}