Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
View word page
διοδεύω
to travel through
ShortDef
to travel through
Debugging
Headword:
διοδεύω
Headword (normalized):
διοδεύω
Headword (normalized/stripped):
διοδευω
IDX:
23085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23086
Key:
Data
{'content': 'to travel through'}