Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
Διόδωρος
διοζόομαι
δίοζος
View word page
διοδεία
passage through

ShortDef

passage through

Debugging

Headword:
διοδεία
Headword (normalized):
διοδεία
Headword (normalized/stripped):
διοδεια
IDX:
23084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23085
Key:

Data

{'content': 'passage through'}