Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
δίοδος
View word page
διογκόω
distend, blow out
ShortDef
distend, blow out
Debugging
Headword:
διογκόω
Headword (normalized):
διογκόω
Headword (normalized/stripped):
διογκοω
IDX:
23079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23080
Key:
Data
{'content': 'distend, blow out'}