Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
διόγνητος
Διόγνητος
διοδεία
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
View word page
διογενισμός
life after the manner of Diogenes
ShortDef
life after the manner of Diogenes
Debugging
Headword:
διογενισμός
Headword (normalized):
διογενισμός
Headword (normalized/stripped):
διογενισμος
IDX:
23078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23079
Key:
Data
{'content': 'life after the manner of Diogenes'}