Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
διογκόω
View word page
διό
wherefore, on which account

ShortDef

wherefore, on which account

Debugging

Headword:
διό
Headword (normalized):
διό
Headword (normalized/stripped):
διο
IDX:
23069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23070
Key:

Data

{'content': 'wherefore, on which account'}