Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
διογενισμός
View word page
διο
sprung from Zeus

ShortDef

sprung from Zeus

Debugging

Headword:
διο
Headword (normalized):
διο
Headword (normalized/stripped):
διο
IDX:
23068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23069
Key:

Data

{'content': 'sprung from Zeus'}