Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
Διογενέτωρ
Διογένης
διογενής
View word page
δίξυλος
with two blocks
ShortDef
with two blocks
Debugging
Headword:
δίξυλος
Headword (normalized):
δίξυλος
Headword (normalized/stripped):
διξυλος
IDX:
23067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23068
Key:
Data
{'content': 'with two blocks'}