Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
διογενέτωρ
View word page
διξᾶται
pandat
ShortDef
pandat
Debugging
Headword:
διξᾶται
Headword (normalized):
διξᾶται
Headword (normalized/stripped):
διξαται
IDX:
23064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23065
Key:
Data
{'content': 'pandat'}