Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
δίνω
δινώδης
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
δίξυλος
διο
διό
διοβλής
διόβλητος
διόβολος
Διογένειον
View word page
δινωτός
turned, rounded
ShortDef
turned, rounded
Debugging
Headword:
δινωτός
Headword (normalized):
δινωτός
Headword (normalized/stripped):
δινωτος
IDX:
23063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23064
Key:
Data
{'content': 'turned, rounded'}